άλαιμος

άλαιμος
-η, -ο [λαιμός]
1. αυτός που δεν έχει λαιμό ή δεν έχει ψηλό λαιμό
2. (για ζώα) αυτός τού οποίου το κεφάλι ενώνεται απευθείας με το σώμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άλαιμος — η, ο ο χωρίς λαιμό, ο χωρίς ψηλό λαιμό: Ήταν τόσο κοντόλαιμος που φαινόταν άλαιμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”